- ἀντέγραφε
- ἀντιγράφωwrite againstimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στηλοκόπας — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού περιηγητή Πολέμωνος ο οποίος περιόδευε και αντέγραφε τις επιγραφές τών δημόσιων μνημείων) αυτός που δίνει την εντύπωση ότι τρώει τις στήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κοπας (< κόπτω) σχηματισμένο κατά το ματτυοκόπης] … Dictionary of Greek
Λάσκαρις, Ιανός — (Κωνσταντινούπολη 1445 – Ρώμη 1534). Λόγιος και διπλωμάτης· Υπήρξε ένας από τους δεινότερους ελληνιστές της Αναγέννησης. Ήταν απόγονος της παλιάς αυτοκρατορικής οικογένειας του Βυζαντίου και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης κατέφυγε στην… … Dictionary of Greek
Ντεγκά, Εντγκάρ — (Edgar Degas, Παρίσι 1834 – 1917). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. Όπως και ο Μανέ, ανήκε σε παλιά αστική οικογένεια (ο πατέρας του ήταν πλούσιος τραπεζίτης) και, παράλληλα με… … Dictionary of Greek